Στοιχεία επικοινωνίας

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο : npenintas@gmail.com

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ένα μυθιστόρημα για τη Μελίβοια... (Δ' Μέρος).

Με ένα ακόμα κομμάτι του μυθιστορήματος του Αθανασίου Μπεϊνά, με τον τίτλο "Ένα μυθιστόρημα για τη Μελίβοια", συνεχίζουμε... Πολλά ξεχασμένα κι άλλα τόσα άγνωστα ξετυλίγονται με ύφος γλαφυρό, από τους μύλους και τα σαμαράδικα, μέχρι τα καφενεία και τα προεκλογικά συνθήματα...
 



    Ο Νίκος αφού κατέβηκε από το λεωφορείο φτάνοντας στο χωριό κατευθύνθηκε και έφτασε στο σπίτι του. Το σπίτι του ήταν κι αυτό όπως τα περισσότερα στο χωριό, δηλαδή ισόγειο, που το έλεγαν κατώι και δυο όροφοι πάνω από το ισόγειο. Έψαχνε να βρει κάνα καρβέλι ψωμί και κάνα σβόλι γίδινο τυρί παραγωγής τους για να φάει μιας κι ήταν μόνος του, αφού οι γονείς του έλειπαν από το σπίτι -όπως και οι περισσότεροι γονείς του χωριού- και ήταν στα χωράφια, είτε για μεροκάματο, είτε για δικές τους εργασίες, όταν άκουσε τις γίδες από το κατώι να βελάζουν...
Ο Στέφανος Μπλέτσας, στο μπαλκόνι, στο ανώι του πατρικού του. (Αρχείο Στέφανου Μπλέτσα).
Η Αλευριά...
    Οι γίδες, ακούγοντας θόρυβο, κατάλαβαν την παρουσία του Νίκου στο σπίτι και άρχισαν να βελάζουν για να τις δώσει κάτι να φάνε. Ο Νίκος ακούγοντας το βέλασμα θυμήθηκε ότι έπρεπε να τις ταΐσει και κατέβηκε αμέσως στο κατώι. Πήρε δυο κλάρες από ένα μεγάλο δεμάτι με κουμαριές και έριξε από μια σε κάθε γίδα. Το κλαδί για τις γίδες ήταν περιζήτητο εκείνα τα χρόνια στο χωριό, γιατί, ενώ το χωριό ήταν ορεινό και τα δέντρα του δάσους σε μεγάλη αφθονία, οι Δασικές Υπηρεσίες απαγόρευαν και τιμωρούσαν τους κατοίκους του χωριού, όταν τους έπιαναν να κόβουν κλαδί για τις γίδες τους. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια της Μελιβοίας υπήρχε τουλάχιστον από μια γίδα και όλοι έκοβαν στα κρυφά κανένα κλαδί από κουμαριά, από κανένα πουρνάρι, ακόμα και κάνα κλαδί από δέντρο, δηλαδή δρυ, ή οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να φάνε οι γίδες. Οι δασικοί από τη μια πλευρά τιμωρούσαν τους κατοίκους, όταν τους έπιαναν να κόβουν κλαδί και από την άλλη έψαχναν στο χωριό για να αγοράσουν γίδινο βούτυρο.    
Ο Δημήτρης Γαλανούλης ή "Δημητρούλης" με το κοπάδι του. 
Μια απίθανη φωτογραφία!!! Θανατιώτες της παλιάς εποχής βγάζοντας βούτυρο... (Προσωπικό αρχείο Αντώνη Πενήντα!)

    Το θέμα για το κλαδί απασχολούσε όλους σχεδόν τους κατοίκους του χωριού γι΄αυτό πάντα ήταν προεκλογική υπόσχεση από τους υποψήφιους τοπικούς άρχοντες, δηλαδή ότι θα άφηναν να κόβουν ελεύθερα κλαδί για τις γίδες αν ψηφιζόταν από τους κατοίκους και ήταν στα πράγματα. Το πιο γνωστό από όλα τα προεκλογικά συνθήματα ήταν το "Ψηφίστε Παναϊτή να χορτάσουν οι γίδες σας ...κλαδί!". Οι γίδες, βέβαια, δεν χόρτασαν ποτέ κλαδί, γιατί δεν ήταν θέμα από τους τοπικούς άρχοντες, μα από άλλους και έτσι σιγά σιγά όλες οι γίδες του χωριού οδηγήθηκαν στο τσιγκέλι του χασάπη...

Στο καφενείο του Γιώργου Γκουβάνη. Ο Βάιος Ι. Μπουζούκης και πίσω ο Γιώργος Γκουβάνης. (Αρχείο Βάιου Μπουζούκη).
Η Σοφία Παπαρίζου, πάντα χαμογελαστή... 
Η Άννα Χαρατσή, μπροστά από το κομμωτήριό της... Αριστερά στη φωτογραφία το αρτοποιείο της Σοφίας Παπαρίζου. (Αρχείο Άννας Χαρατσή).
    Οι χασάπηδες στο χωριό ήταν τέσσερεις, δηλαδή τέσσερα κρεοπωλεία. Τα καφενεία του χωριού ήταν και αυτά πολλά και αριθμούσαν πολύ περισσότερα από δέκα και μπακάλικα πάνω από πέντε. Περίπτερα και κουρεία ήταν από τρία, ενώ ραφεία δύο και ένα στεγνοκαθαριστήριο. Σαμαράδικο ήταν μόνο ένα και πεταλωτή στα χρόνια μου δε θυμάμαι. Ενώ οι γυναίκες εκείνα τα χρόνια ζύμωναν ψωμί στο σπίτι και δεν ήταν στη συνήθεια των κατοίκων να αγοράζουν ψωμί από τα αρτοποιεία, παρ' όλα αυτά υπήρχε ένα αρτοποιείο, της κυρα Σοφίας, που αργότερα έγιναν δύο. Για όλα τα σπίτια, όταν κτιζόταν από τα θεμέλια, πρώτα βρίσκονταν ο χώρος για το φούρνο και μετά κτιζόταν το σπίτι. Σπίτι χωρίς φούρνο σπάνια κτιζόταν στο χωριό. Όλα τα παραπάνω μαγαζιά βρίσκονταν στον κεντρικό δρόμο του χωριού, που το διασχίζει από την αρχή, έως, σχεδόν, το τέλος του.
 
Η Χρυσή Ζιάκα, ζυμώνει... (Αρχείο Γιώργου Ευσταθίου).
  Επίσης, στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει το χωριό και πάνω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, βρίσκεται το κτίριο που στεγαζόταν η Κοινότητα. Το διώροφο κτίριο, με τη μεγάλη φυλουριά απ' έξω, που ήταν πολλών χρονών και σε μέγεθος ξεπερνούσε και τα πέτρινα κεραμίδια του πέτρινου κτιρίου, που στο ισόγειό του στέγαζε τα γραφεία της ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού "Φιλοκτήτης" και στον πρώτο όροφο το ιατρείο του Αγροτικού Γιατρού και τα γραφεία της Κοινότητας.
Σε χοροεσπερίδα του Φιλοκτήτη. Πίσω αριστερά Βάιος Τσίνας, Αθ. Μπεϊνάς, Μιλτ. Τσιοφλίκης, Αντ. Ρέντζας, Κων. Αδαμούλης, Νικ. Καραμάνης, Αντ. Γ. Βαλάρης, Κων. Πλατσάς, Βασ. Χαρατσής. (Αρχείο Αθανασίου Μπεϊνά).
    Στον κεντρικό δρόμο και κάτω από την πλατεία του Αγίου Νικολάου  βρίσκεται το πέτρινο κτίριο που στεγαζόταν το Δημοτικό Σχολείο. Το κτίριο δεν ήταν επαρκές, παρ' ότι είχε δύο τεράστιες αίθουσες για τις ανάγκες των πολυάριθμων μαθητών και νοικιάζονταν και ακόμη δύο αίθουσες από ιδιώτη, για μια ακόμα τάξη του Δημοτικού και για τα μικρά νήπια. Οι αίθουσες για το Δημοτικό Σχολείο ήταν τρεις, δηλαδή δύο του Σχολείου και μια νοικιασμένη από ιδιώτη και έτσι το Σχολείο λειτουργούσε για τρεις τάξεις το πρωί και τρεις τάξεις το απόγευμα. Η κάθε τάξη είχε πάνω από σαράντα μαθητές και στο σύνολο οι μαθητές μαζί με τα μικρά νήπια ξεπερνούσαν τους διακόσιους ογδόντα.    
Ο μπαρμπα Δήμος Αδαμούλης, με τον εγγονό του Βασίλη, μπροστά από την Αγία Παρασκευή. Στο βάθος η Κοινότητα. (Αρχείο Βάιας Μπάτσικα).
Και μια τσάντα από τα "Υποδήματα Γραμμένος"...
Αντώνιος Απ. Σπυρούλης, Αντώνιος Δημ. Σπυρούλης. Και οι δύο μαγαζάτορες, ιδιοκτήτες δύο από τα πιο must καφενεία της εποχής... (Αρχείο Χρυσούλας Σπυρούλη).
    Λόγω του ότι οι μαθητές ήταν πάρα πολλοί και τα σχολικά κτίρια δεν επαρκούσαν, είχε ξεκινήσει ορισμένα χρόνια πριν τα εγκαίνιά του, το να κτίζεται ένα σύγχρονο για την εποχή, αλλά και μέχρι σήμερα μεγάλο κτήριο για να στεγαστούν οι ανάγκες των μαθητών του χωριού. Το κτίσιμο του σχολικού κτηρίου έδωσε δουλειά σε πολλούς κατοίκους του χωριού, που εργαζόταν από τα θεμέλια ως και την ολοκλήρωσή του. Η έναρξη των μαθημάτων του Δημοτικού στο καινούριο Σχολείο πραγματοποιήθηκαν το Σεπτέμβριο του 1976 και η έναρξη των μαθημάτων του Γυμνασίου πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1978. Οι μαθητές του Δημοτικού και των μικρών νηπίων ήταν στο καινούριο Σχολείο γύρω στους τριακόσιους και οι μαθητές των τάξεων του Γυμνασίου περίπου στους εκατό. Το Δημοτικό Σχολείο λειτουργούσε τις πρωινές ώρες και το Γυμνάσιο τις απογευματινές.
Από το υπαίθριο σαμαράδικο, που λειτουργούσε μπροστά από το σπίτι της οικογένειας Μπέλου, κοντά στην πλατεία. (Αρχείο Βάιου Κ. Μπουζούκη).
   
Ιωάννης Γκουντάρας, Στέφανος Δουβώρης, Μαγαλιός Μπάτσικας με το ακκορντεόν, και Δημήτριος Β. Πλατσάς, σε γάμο, στον κεντρικό δρόμο, στο ύψος της πλατείας. (Αρχείο Δημήτρη Πλατσά).
Ο Νίκος έμενε στη γειτονιά του χωριού που λέγεται "Αλευριά" και το Σχολείο είναι στη γειτονιά που λέγεται "Γιδαρια", αλλά είναι περισσότερο γνωστή είναι, κυρίως στους νεότερους, ως "Παναγία Πατσιούκα", λόγω της εκκλησίας που βρίσκεται εκεί ως σήμερα και δίπλα από το Σχολείο. Ο Νίκος, όταν άρχισε να λειτουργεί το Γυμνάσιο στο χωριό, εγγράφηκε κι αυτός να παρακολουθήσει τα μαθήματα, που αντιστοιχούσαν στην τάξη του και καθημερινά περπατούσε σχεδόν ολόκληρο τον κεντρικό δρόμο που διέσχιζε το χωριό και περνούσε μπροστά από το καινούριο Σχολείο. Η "Αλευριά", σύμφωνα με τους παλιότερους ονομάζονταν έτσι λόγω του ότι οι περισσότεροι κάτοικοι τα παλαιότερα χρόνια ήταν παραγωγοί σιτηρών και συνεπώς αλεύρων. Η "Αλευριά" στα χρόνια του Νίκου ήταν μόνο κατ' όνομα, γιατί οι κάτοικοι δεν ήταν παραγωγοί ούτε σιτηρών, αλλά ακόμα ούτε καν καλαμποκιού!
Γεώργιος Ν. Πενήντας. Ένας από τους παλιούς μυλωνάδες... (Αρχείο Γεωργίου Πετρόπουλου).
 
Ο Αθανάσιος Μπεϊνάς με ένα "κάρο". (Αρχείο Αθανασίου Μπεϊνά).
    Οι κάποιοι μύλοι που βρισκόταν έξω από το χωριό στο μεγάλο ρέμα είχαν εγκαταλειφθεί από πολλά χρόνια πριν και οι περισσότεροι ήταν γκρεμισμένοι και οι υπόλοιποι ήταν μισογκρεμισμένοι και η περιοχή κράτησε μόνο το όνομα "Στους μύλους", χωρίς να έχουν και τη χάρη. Τα μηχανήματα των μύλων, που χρησίμευαν παλιά για το άλεσμα του σιταριού και ήταν σκόρπια στα ερείπια των παλιών μύλων, τα έπαιρναν τα παιδιά του χωριού και τα έφτιαχναν παιχνίδια για να παίζουν. Κάποια σίδερα που ήταν σαν μικρές ρόδες, όπως στα καρότσια για μωρά, χρησίμευαν για ρόδες σε αυτοσχέδια ξύλινα ποδήλατα, τα λεγόμενα από τα παιδιά εκείνης της εποχής "κάρα". Άλλα αυτοσχέδια παιχνίδια γίνονταν με τις νταμπακιέρες από τα βερνίκια για τα παπούτσια και τα κασελάκια που οι μπακάληδες είχαν μέσα τα λουκούμια που πουλούσαν χύμα. Όταν τελείωνε το βερνίκι από τις νταμπακιέρες και τα λουκούμια από τα ξύλινα κασελάκια, τα μάζευαν τα παιδιά και έφτιαχναν αυτοκίνητα, χρησιμοποιώντας τις νταμπακιέρες για ρόδες και τα κασελάκια για καρότσα.
Νεαροί Μελιβοιώτες πίνουν αναψυκτικά στο πανηγύρι του Αγίου Θωμά. (Αρχείο Αθανασίου Μπεϊνά).

Μπροστά στο περίπτερο του μπάρμπα Γιώργου Μασούρα. Μιλτιάδης Ευθυμιάδης και Δανιήλ Γάλλος. (Αρχείο Μιλτ. Ευθυμιάδη).


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...   

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πάρα πολύ ωραία περιγραφή , μας θύμησες και συνθήματα ξεχασμένα,ΜΠΡΑΒΟ συνέχισε έτσι.